κάρηξ

κάρηξ
-ηκος, ο
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • σπαθόχορτο — το, Ν κοινή ονομασία τών φυτών γλαδίολος, κάρηξ και υπερικό, η οποία τους αποδόθηκε λόγω τών σπαθόμορφων φύλλων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + χόρτο (βλ. και σπαθίνακας)] …   Dictionary of Greek

  • ανεμοφιλία — Φαινόμενο διασποράς της γύρης από ρεύματα αέρα, χαρακτηριστικό ορισμένων φυτών, στα οποία η δομή του άνθους είναι προσαρμοσμένη σε αυτή τη διαδικασία. Από τα ποώδη φυτά ανεμόφιλα είναι τα αγρωστώδη (π.χ. αραβόσιτος, βρόμη κλπ.) και οι κυπερίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”